Ο Άγιος Ιωάννης είναι ένα όμορφο γραφικό χωριό της επαρχίας Λεμεσού, κτισμένο σε μια τραχιά πλαγιά στους πρόποδες της Παπούτσας στη γεωγραφική περιφέρεια Πιτσιλιάς και σε ύψος 880 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Βρίσκεται 3 χλμ. Νοτιοανατολικά του Αγρού σε απόσταση 60 χλμ από τη Λευκωσία και 37 χλμ από τη Λεμεσό.
Είναι γνωστό και σαν Άγιος Ιωάννης Πιτσιλιάς ή Άγιος Ιωάννης Αγρού λόγω ακριβώς της τοποθεσίας του.
Η ιστορία του χωριού αρχίζει γύρω στο 12ον αιώνα μ.χ. Κατά το τέλος του 19ου αρχές του 20ου αιώνα το χωριό άκμασε και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της περιοχής. Μέχρι σήμερα, δυστυχώς, δεν βρέθηκαν αξιόπιστες πηγές που θα μας βοηθούσαν να μάθουμε την ιστορία του χωριού δια μέσου των περασμένων αιώνων. Σε μεσαιωνικούς χάρτες εμφανίζεται ένας γειτονικός μεσαιωνικός οικισμός με το όνομα Αλωνάτζια ο οποίος εξαφανίστηκε κατά τον 17ον αιώνα. Φαίνεται ότι ο Άγιος Ιωάννης είναι ο διάδοχος του μεσαιωνικού οικισμού.
Το χωριό πήρε το όνομα του από τον Άγιο Ιωάννη το Λαμπαδιστή ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση, πέρασε και έμεινε για λίγο στο χωριό σε χώρο όπου αργότερα κτίστηκε η ομώνυμη εκκλησία. Μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα ο Άγιος Ιωάννης θεωρείτο ο προστάτης του χωριού.
Γύρω στο 17ον αιώνα κτίστηκε στο χωριό η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και σε αυτήν μεταφέρθηκε η θαυματουργός εικόνα του Αρχαγγέλου που ανεβρέθηκε λίγα χρόνια πριν στα ερείπια ενός παλιού παρεκκλησιού στην τοποθεσία “Αλωνάτζια” της κοινότητας του Κάτω Μύλου. Από τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο προστάτης του χωριού και εορτάζεται στις 6 Σεπτεμβρίου και 8 Νοεμβρίου με μεγάλο πανηγύρι που προσελκύει πολλούς πιστούς από όλα τα μέρη της Κύπρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο της Εκκλησίας που είναι του 17ου αιώνα.
Αργότερα, το 1921, επί Μητροπολίτου Κιτίου Νικοδήμου Μυλωνά, θεμελιώθηκε σε παραπλήσιο χώρο άλλη νέα και μεγαλοπρεπής εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ η οποία τέλειωσε το 1933.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χωριού είναι ότι αυτό είναι κτισμένο σε μια πολύ μεγάλη έκταση κατάφυτη με ροδακινιές, μηλιές και κερασιές. Τα γραφικά σπίτια είναι διατεταγμένα στις πλαγιές των λόφων και μοιάζουν να είναι κτισμένα το ένα πάνω στο άλλο. Τα παλιά παραδοσιακά σπίτια με τις κεραμιδένιες στέγες, τα γραφικά ανώγια γεμάτα με γλάστρες και λουλούδια, οι παραδοσιακοί αυλόγυροι, τα κλίματα μπροστά από τα σπίτια και τα στενά ανηφορικά δρομάκια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του χωριού.
Οι κάτοικοι του χωριού είναι πολύ εργατικοί, εγκάρδιοι και φιλόξενοι. Η εργατικότητα των κατοίκων γίνεται αμέσως αντιληπτή, παρατηρώντας κανείς τις καλλιέργειες, τα περιβόλια και αμπέλια, που μπόρεσαν οι κάτοικοι να δημιουργήσουν στην άγονη και πετρώδη γη τους.
Ο πληθυσμός του χωριού αυξανόταν, παρά το άγονο τραχύ τοπίο, μέχρι και το 1973. Οι 277 κάτοικοι του 1881 αυξήθηκαν σε 762 το 1946 και στους 929 το 1973. Μετά την Τούρκικη εισβολή του 1974 το χωριό δέχτηκε και ένα μικρό αριθμό προσφύγων. Το 1982 οι κάτοικοι του χωριού αριθμούσαν μόνο 755 κατοίκους.
Ιδιαίτερο τουριστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή που ανακαινίσθηκε πρόσφατα, τα πολυάριθμα μονοπάτια της φύσης, η παλιά παραδοσιακή βρύση του χωριού, καθώς και το νέο έργο εξωραϊσμού και υποδομής που έγινε με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Αποδήμων και Φίλων της κοινότητας, το οποίο περιλαμβάνει πλακόστρωτες δημόσιες πλατείες, χώρους πρασίνου, οργανωμένο παιχνιδότοπο και χώρους αθλοπαιδιών.